μαρμαρουργείο(ν)

μαρμαρουργείο(ν)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μαρμαρουργείο(ν)" в других словарях:

  • μαρμαρουργείο — το [μαρμαρουργός] το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, μαρμαράδικο, μαρμαρογλυφείο …   Dictionary of Greek

  • μαρμαράδικο — το [μαρμαράς] 1. το εργαστήριο τού μαρμαρά, όπου γίνεται η κατεργασία τών μαρμάρων, μαρμαρογλυφείο, μαρμαρουργείο 2. κατάστημα ή πρατήριο ή μάντρα όπου πωλούνται μάρμαρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»